- ὑπέρας
- ὑπέρᾱς , ὑπέραupper ropefem acc plὑπέρᾱς , ὑπέραupper ropefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρυπέρα — η ναυτ. η βοηθητική υπέρα που προστίθεται για ενίσχυση τής κύριας υπέρας, κν. κοντραμαντάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + υπέρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
υπέρα — η / ὑπέρα, ΝΑ σχοινί τού οποίου το ένα άκρο είναι στερεωμένο στην κεραία ή στο ψηλότερο σημείο τού κέρατος τού τετράγωνου ιστίου τών ιστιοφόρων πλοίων αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ὑπέραι τα σχοινιά που ήταν δεμένα στα άκρα τών επικρίων για να… … Dictionary of Greek